- χερνητικόν
- χερνητικόςofmasc acc sgχερνητικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χερνητικός — ή, όν, Α [χερνής / χερνήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χερνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χερνητικόν η τάξη τού δήμου που εργαζόταν («τὸ χερνητικὸν καὶ τὸ μικρὰν ἔχον οὐσίαν ὥστε μὴ δύνασθαι σχολάζειν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek